- πραΰμητις
- πρᾱΰ-μητις, ιος, ὁ, ἡ,A of gentle counsel, gracious, Pi.O.6.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πραΰμητις — ήτιος, ὁ, ἡ, Α 1. πράος, ήσυχος 2. (ως προσωνυμία τής Ειλειθυίας) αυτή η οποία σκέφτεται με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + μῆτις «σοφία, φρόνηση» (πρβλ. αισχρό μητις)] … Dictionary of Greek
πραύμητιν — πρᾱΰμητιν , πραύμητις of gentle counsel masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)